- Δηλογενής
- Δηλογενής, [dialect] Dor. [full] Δᾱλ-, ές,A Delos-born, Simon.26 B, B.3.58, 10.15.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δηλογενής — δηλογενής, ές (Α) ο γεννημένος στη Δήλο … Dictionary of Greek
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek
δαλογενής — βλ. δηλογενής … Dictionary of Greek